- ορνιθοπωλείο(ν)
- το магазин, торгующий курами, птицей
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ορνιθοπωλείο — το (Α ὀρνιθοπωλεῑον) [ορνιθοπώλης] κατάστημα πώλησης ορνίθων … Dictionary of Greek